- προμύσσω
- προ-μύσσω, vorweg od. ausschneuzen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προμύσσω — και αττ. τ. προμύττω Α 1. καθαρίζω, κόβω το φιτίλι τού λυχναριού («λύχνον ἑαυτὸν προμύσσοντα» λυχνάρι τού οποίου το φιτίλι αυτοκαθαρίζεται με εκτίναξη, Ήρων) 2. μτφ. αποσπώ χρήματα από κάποιον με κάθε τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μύσσω «βγάζω τη… … Dictionary of Greek
προμύξαι — προμύσσω snuff aor inf act προμύξαῑ , προμύσσω snuff aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμύσσει — προμύσσω snuff pres ind mp 2nd sg προμύσσω snuff pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμύττουσιν — προμύσσω snuff pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προμύσσω snuff pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμύσσειν — προμύσσω snuff pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόμυξον — προμύσσω snuff aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)